Γεννήθηκε το 1942 στη Νορμανδία.
Κόρη ιατρού
και εγγονή
δημοδιδασκάλων.
Το 1962 λαμβάνει
πτυχίο
Νομικής, το 1964 το
δίπλωμα του
Ινστιτούτου
Πολιτικών
Σπουδών των
Παρισίων και
το 1969
ανακηρύσσεται
διδάκτωρ (Doctorat d’Etat) Δημοσίου
Δικαίου.
Εγγράφεται στο
δικηγορικό
σύλλογο του
διαμερίσματος
Hauts-de-Seine.
Η Nicole FONTAINE ήταν επί 20
περίπου έτη
υπεύθυνη, σε
εθνικό
επίπεδο, στη
Γενική
Γραμματεία της
Καθολικής
Εκπαίδευσης,
για τον
ευαίσθητο
τομέα των
σχέσεων μεταξύ
ιδιωτικής
εκπαίδευσης
και δημοσίων
αρχών, κατ’
αρχάς ως
νομικός
σύμβουλος, στη
συνέχεια ως
αναπληρωτής
γενικός
γραμματέας
(από το 1972 έως το 1981)
και, τέλος, ως
γενικός
εκπρόσωπος από
το 1981 έως το 1984. Από
τη θέση αυτή
υπήρξε
διαπραγματευτής-κλειδί
και συχνά
εισηγητής για
τις
νομοθετικές
και
κανονιστικές
εξελίξεις οι οποίες,
κατά τη
διάρκεια δύο
δεκαετιών,
δημιούργησαν
το νομικό
πλαίσιο των
ισορροπημένων
σχέσεων μεταξύ
του κράτους
και των
ιδιωτικών
ιδρυμάτων τα οποία
συνδέονται δια
συμβάσεως με
τις δημόσιες υπηρεσίες
της εκπαίδευσης.
Ανατυπωθείσα
τέσσερις φορές
και με ευρεία
κυκλοφορία, η
διδακτορική
της διατριβή
για τις
συμβατικές
σχέσεις
κράτους και
ιδιωτικής
εκπαίδευσης
κατέστη το
αναμφισβήτητο
έργο αναφοράς
για το θέμα
αυτό.
Μέλος του
Ανωτάτου
Συμβουλίου
Εθνικής Εκπαίδευσης
από το 1975 έως το 1981,
η Nicole FONTAINE καθίσταται
μέλος του
μονίμου
τμήματός του
από το 1978 έως το 1981.
Από το 1980 έως το 1984
μετέχει στο
Οικονομικό και
Κοινωνικό
Συμβούλιο όπου
παρουσιάζει,
συγκεκριμένα,
έκθεση για την
πολιτική στον
τομέα του
βιβλίου.
Τον Ιούνιο
του 1984 εκλέγεται
βουλευτής του
Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου,
την επομένη
της μεγάλης
διαδήλωσης που
πραγματοποιήθηκε
στο Παρίσι για
την ελεύθερη
παιδεία,
διαδήλωση η
οποία θα
οδηγήσει στην
αποκατάσταση
της ειρήνης
και της
ελευθερίας στο
χώρο της
εκπαίδευσης.
Κατά τη
διάρκεια της
πρώτης εντολής
της,
επικεντρώνει
την
κοινοβουλευτική
της δράση σε
ένα τομέα του
μέλλοντος που
εξακολουθεί να
υποτιμάται
έναντι της
υπεροχής των
οικονομικών
θεμάτων: την
Ευρώπη των
Πολιτών. Εντός
της προοπτικής
αυτής ανέπτυξε
ιδιαίτερη
δράση σε
προγράμματα που
αφορούν τη
νεολαία, τη
συλλογική ζωή,
την αμοιβαία
αναγνώριση των
διπλωμάτων, η
οποία αποτελεί
αποφασιστικό
κλειδί για την
επαγγελματική
κινητικότητα
και την
ελευθερία
εγκατάστασης
σε όλη την
επικράτεια της
Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
Η δράση της
αυτή ασκείται
κατά κύριο
λόγο στο πλαίσιο
τριών
κοινοβουλευτικών
επιτροπών, των
οποίων είναι
μέλος: της
Επιτροπής
Νομικών
Θεμάτων και
Δικαιωμάτων
των Πολιτών,
της Επιτροπής
Πολιτισμού,
Νεότητας,
Παιδείας και
Μέσων
Ενημέρωσης και
της Επιτροπής
για τα
Δικαιώματα της
Γυναίκας.
Τον Ιούλιο
του 1989
επανεκλέγεται
βουλευτής του
Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου
με το κεντρώο
ψηφοδέλτιο της
κ. Simone Veil και
εκλέγεται
αντιπρόεδρος
του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου.
Υπό την
ιδιότητά της
αυτή, καθίσταται
μέλος του
Προεδρείου του
Κοινοβουλίου
και εκπροσωπεί
το τελευταίο
στο πλαίσιο
της Μικτής Αντιπροσωπείας
Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου-Εθνικών
Κοινοβουλίων.
Τον
Ιανουάριο του 1994
ορίζεται από
την πολιτική
της ομάδα, το
Ευρωπαϊκό
Λαϊκό Κόμμα,
μόνιμο μέλος
της Επιτροπής
Συνδιαλλαγής η
οποία
θεσπίσθηκε με
τη Συνθήκη του
Μάαστριχτ και
είναι αρμόδια
για το
διακανονισμό
των διαφορών
που προκύπτουν
στο τέλος της
νομοθετικής
διαδικασίας
μεταξύ του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου
Υπουργών και
του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου.
Είναι το μόνο
μόνιμο μέλος
της εν λόγω
επιτροπής που
προέρχεται από
τη Γαλλία.
Είναι επίσης
πρόεδρος της
αντιπροσωπείας
του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου
στην COSAC
(διάσκεψη των
αρμοδίων για
τις κοινοτικές
υποθέσεις
οργάνων), η οποία
αποτελεί την
υπεύθυνη για
τη συνεργασία
μεταξύ εθνικών
κοινοβουλίων
και Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου
αρχή.
Λίγο πριν από
τις
ευρωεκλογές
του Ιουνίου 1994,
δημοσιεύει
έργο με τίτλο: Οι
βουλευτές του
Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου:
ποιοι είναι; τι
κάνουν;, σκοπός
του οποίου
είναι να γίνει
το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο
καλύτερα
γνωστό στο
ευρύ κοινό.
Τον Ιούνιο
του 1994 εκλέγεται
βουλευτής του
Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου
για τρίτη φορά.
Τον Ιούλιο
επανεκλέγεται
αντιπρόεδρος
της Συνέλευσης
και καθίσταται,
λόγω του
αριθμού ψήφων
που έλαβε,
πρώτη αντιπρόεδρος
του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου.
Επανεκλέγεται
στη θέση του
πρώτου
αντιπροέδρου
τον Ιανουάριο
του 1997. Υπό την
ιδιότητά της
αυτή,
προεδρεύει,
από κοινού με
τον ασκούντα
τα καθήκοντα
του Προέδρου
του Συμβουλίου
Υπουργών, της
Επιτροπής
Συνδιαλλαγής.
Τον Αύγουστο
του 1997
δημοσιεύει
οδηγό των
κοινοτικών
ενισχύσεων με
τίτλο: Η
Ευρώπη των
πρωτοβουλιών
μας, στη
συνέχεια, τον
Οκτώβριο του 1998,
μια
εκλαϊκευμένη
μορφή της
Συνθήκης του
Άμστερνταμ με
τίτλο: Η
Συνθήκη του
Άμστερνταμ για
αυτούς που θα
επιθυμούσαν να
ενδιαφερθούν
για την Ευρώπη
εάν αυτή ήταν
διαφανέστερη.
Σε εθνικό
επίπεδο, η Nicole FONTAINE είναι
αντιπρόεδρος
Ένωσης για τη
Γαλλική Δημοκρατία
(UDF) και υπό την
ιδιότητά της
αυτή είναι
μέλος της
εκτελεστικής
επιτροπής του
Πολιτικού
Γραφείου της UDF.
Στη δεύτερη
θέση του
ψηφοδελτίου
του οποίου
ηγείτο ο κ. Franηois BAYROU, η Nicole FONTAINE επανεκλέγεται
βουλευτής του
Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου
τον Ιούλιο του
1999.
Υποψήφια για
την Προεδρία
του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου
με αντίπαλο
τον Mario SOARES,
εκλέγεται με
πλειοψηφία
κατά τον πρώτο
γύρο της
σχετικής ψηφοφορίας
στις 20 Ιουλίου 1999.
|
|